- αθηλύκωτος
- -η, -ο [θηλυκώνω]1. αυτός που δεν έχει θηλύκιατο επιθ. λέγεται για ενδύματα (ζιπούνι, γιλέκο κ.λπ.) που δεν έχουν θηλύκια και δεν μπορεί κανείς να τά κουμπώσει2. αυτός που είναι ξεθηλύκωτος, ακούμπωτος, πρβλ. «αθηλύκωτα παπούτσια».
Dictionary of Greek. 2013.